- λαθρόβιος
- -α, -ο1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή κυκλοφορία, ο σχεδόν άγνωστος («λαθρόβιο έντυπο»)4. το ουδ. ως ουσ. ζωολ. το λαθρόβιογένος κολεόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος, κοινό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.